Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "φθείρ"

Βρέθηκαν 5 λήμματα [1 - 5]
φθείρ, , γεν. φθειρός· δοτ. πληθ. φθειρσί· 1. ψείρα, Λατ. pediculus, σε Ηρόδ., Αριστοφ. 2. σκουλήκι στα λαχανικά, σε Λουκ. 3. κουκουνάρι κωνοφόρου δέντρου.
φθειρίᾱσις, -εως, , η morbus pedicularis, σε Πλούτ.
φθειριάω, μέλ. -άσω, έχω morbus pedicularis, σε Πλούτ.
φθειροτρᾰγέω (φθεὶρ 3, τρώγω), τρώω κουκουνάρια, σε Ηρόδ.
φθείρω (√ΦΘΕΡ, ΦΘΑΡ), μέλ. φθερῶ, Ιων. φθερέω, Επικ. φθέρσω, αόρ. αʹ ἔφθειρα, παρακ. ἔφθαρκα, Μέσ. μέλ. φθεροῦμαι (με Παθ. σημασία) — Παθ., μέλ. φθᾰρήσομαι, αόρ. βʹ ἐφθάρην [ᾰ], ποιητ. γʹ πληθ. ἔφθαρεν, παρακ. ἔφθαρμαι, γʹ πληθ. ἐφθάραται. I. ερειπώνω, φθείρω, διαλύω, καταστρέφω, Λατ. perdere, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.Παθ. καταστρέφομαι, χάνομαι, σε Τραγ. κ.λπ. II. Παθ. 1. φθείρεσθε, (ως κατάρα) να χαθείτε! να καταστραφείτε!, σε Ομήρ. Ιλ.· φθείρου, γκρεμίσου! χάσου! τσακίσου!, Λατ. abi in malam rem!, σε Αριστοφ.· ομοίως, εἰ μὴ φθερῇ, αν δεν γκρεμιστείς να φύγεις..., σε Ευρ.· με γεν., φθείρεσθε τῆσδε, απομακρυνθείτε από αυτή! δηλ. ελευθερώστε τη, αφήστε τη να φύγει, σε Ευρ.· φθείρεσθαι πρός..., τρέχω με ορμή προς..., σε Δημ. 2. έχω υποστεί απώλεια εξαιτίας ναυαγίου, σε Ευρ. 3. λέγεται για γυναίκες, χερσούς φθαρῆναι, μαραζώνω λόγω της ατεκνίας, σε Σοφ.