Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "φθέγμα"

Βρέθηκε 1 λήμμα
φθέγμα, -ατος, τό, I. 1. ο ήχος της φωνής, η ίδια η φωνή, σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.· λέγεται για άνθρωπο, ὦ φθέγμ' ἀναιδές αντί του ὦ φθεγξάμενε ἀναιδῆ, σε Σοφ. 2. γλώσσα, ομιλία, στον ίδ. 3. λόγος, λέξεις, στον ίδ. II. λέγεται για άλλους ήχους που παράγονται, όπως από τα πουλιά, σε Σοφ., Ευρ.· λέγεται για τον ταύρο, μούγκρισμα, σε Ευρ.· φθέγμα θυείας, το κοπάνισμα του γουδιού, σε Αριστοφ.· το τραγούδι του αηδονιού, σε Αριστοφ.