Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "φθέγγομαι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
φθέγγομαι, μέλ. φθέγξομαι, αόρ. αʹ ἐφθεγξάμην, παρακ. ἔφθεγμαι· I. 1. βγάζω ήχο ή φωνή, ιδίως μιλάω δυνατά και καθαρά, σε Όμηρ. κ.λπ. 2. λέγεται για ζώα, ιδίως για το άλογο, χλιμιντρίζω, σε Ηρόδ.· λέγεται για τον αετό, κρώζω, σε Ξεν.· χρησιμοποιείται για το κοράκι, κράζω, σε Θεόκρ. 3. χρησιμοποιείται για άψυχα πράγματα, όπως για την πόρτα, τρίζω, σε Αριστοφ.· λέγεται για τον κεραυνό, ηχώ, σε Ξεν.· λέγεται για μουσικά όργανα, σε Ομήρ. Ιλ. II. = ὀνομάζω, ονομάζω, αποκαλώ με το όνομα, σε Πλάτ. III. με αιτ. προσ., εξυμνώ κάποιον μεγαλοφώνως, εγκωμιάζω, σε Πίνδ.