Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "φθάνω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
φθάνω[ᾰ], μέλ. φθήσομαι, επίσης φθάσω [ᾰ], αόρ. αʹ ἔφθᾰσα, Δωρ. ἔφθαξα· αόρ. βʹ ἔφθην, Επικ. γʹ ενικ. φθῆ, γʹ πληθ. φθάν· υποτ. φθῶ, Επικ. γʹ ενικ. φθήῃ, φθῇσιν, Επικ. αʹ πληθ. φθέωμεν, γʹ πληθ. φθέωσιν· γʹ ενικ. Επικ. ευκτ. φθαίησι, απαρ. φθῆναι, μτχ. φθάς· Επικ. Μέσ. μτχ. φθάμενος· παρακ. ἔφθᾰκα· (φθᾰνω πάντα σε Αττ.· φθᾱνω δύο φορές σε Ομήρ. Ιλ.)· έρχομαι ή κάνω κάτι πρώτος ή πριν από τους άλλους. I. με αιτ. προσ., είμαι εκ των προτέρων, προλαμβάνω, προφθάνω, προτρέχω, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.· ομοίως, ἔφθησαν τὸν χειμῶνα, σε Ηρόδ.Παθ., καταφθάνομαι, σε Ανθ. II. απόλ., έρχομαι πρώτος, σε Ευρ. κ.λπ.· τοῦφθάσαντος, αρπαγή ή λεία αυτού που έφτασε πρώτος, σε Αισχύλ. — με πρόθ., έρχομαι ή φθάνω πρώτος, ἐς τὸν Ἑλλήσποντον, σε Θουκ. κ.λπ. III. 1. ενέργεια κατά την οποία κάποιος προλαβαίνει κάποιον άλλο δηλώνεται με τη μτχ. που συμφωνεί με το υποκ., (Ἄτη) φθάνει βλάπτουσα, εκ των προτέρων δημιουργεί κακό, σε Ομήρ. Ιλ.· φθῆ μιν Τηλέμαχος βαλών, ο Τηλέμαχος πρόλαβε πρώτος και τον χτύπησε, σε Ομήρ. Οδ.· στη μετάφραση η μτχ. συχνά γίνεται το κυρίως ρήμα και το φθάνειν ερμηνεύεται με επίρρ.: γρηγορότερα, νωρίτερα, πρώτα, από πριν, εκ των προτέρων· ἔφθησαν ἀπικόμενοι, έφτασαν πρώτοι, σε Ηρόδ.· ομοίως, με Παθ. μτχ. εἴ κε φθήῃ τυπείς, ίσως τραυματιστεί πρώτος, σε Ομήρ. Ιλ.· φθάνω εὐεργετῶν, είμαι ο πρώτος που δείχνει καλοσύνη, σε Ξεν.· αυτές οι προτάσεις είναι συγκρ. στη σημασία, και πολλές φορές ακολουθ. από μια γεν., φθὰν ἱππήων κοσμηθέντες, είχαν συγκεντρωθεί πριν από τους ιππείς, σε Ομήρ. Ιλ.· ή από πρίν..., πρὶν ἤ..., ἔφθη ὀρεξάμενος πρὶν οὐτάσαι, στο ίδ.· ἔφθησαν ἀναβάντες πρὶν ἤ..., σε Ηρόδ. 2. μτχ. φθὰς ή φθάσας, Επικ. φθάμενος, χρησιμ. ως επίρρ., ὅς μ' ἔβαλε φθάμενος, αντί του ὅς μ' ἔφθη βαλών, σε Ομήρ. Ιλ.· οὐκ ἄλλος φθὰς ἐμεῦ κατήγορος ἔσται, κανένας άλλος δεν θα είναι κατήγορος πριν από μένα, σε Ηρόδ.· ἀνέῳξάς με φθάσας, άνοιξες την πόρτα πριν από μένα, σε Αριστοφ. 3. σπανίως με απαρ., όπως το Λατ. occupo, μόλις φθάνει θρόνοισι ἐμπεσοῦσα μὴ χαμαὶ πεσεῖν, πέφτοντας πάνω στην καρέκλα, μόλις που απέφυγε να πέσει κάτω, σε Ευρ.· φθάνει ἐλθεῖν, έρχεται πρώτος, σε Αριστοφ. IV.1. φθάνω με οὐ και μτχ. ακολουθ. από καί, όπως Λατ. simul ac, δηλώνει δύο πράξεις από τις οποίες η μία ακολουθεί αμέσως μετά την άλλη, οὐ φθάνειν χρὴ συσκιάζοντας γένυν καὶ ὁρμᾶν, δεν πρέπει να αποκτήσεις γένια γρηγορότερα από την εποχή που μπορείς να βγεις στον πόλεμο, σε Αριστοφ.· οὐκ ἔφθη μοι συμβᾶσα ἡ ἀτυχία καὶ εὐθὺς ἐπεχείρησαν, μόλις είχε πέσει πάνω μου η συμφορά όταν επιχείρησαν, σε Δημ. 2. οὐκ ἂν φθάνοις, οὐκ ἂν φθάνοιτε, με μτχ. ενεστ., δηλώνει ανυπομονησία, οὐκ ἂν φθάνοιτε ἀπαλλασσόμενοι, δεν μπορείτε να είστε πιο γρήγοροι στην απομάκρυνση, δηλ. βιαστείτε και απομακρυνθείτε, σε Ηρόδ.· οὐκ ἂν φθάνοιτον τοῦτο πράττοντε, σε Αριστοφ.· οὐκ ἂν φθάνοις λέγων, σε Πλάτ.· ομοίως η μτχ. φθάσας χρησιμοποιείται με προστ., λέγε φθάσας, μίλα γρήγορα, τρέχε φθάσας, κ.λπ. 3. σε απαντήσεις, οὐκ ἂν φθάνοιμι, δεν θα μπορούσα να είμαι πιο γρήγορος, δηλ. θα αρχίσω αμέσως, σε Πλάτ.