LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "φηγός"
- φηγός, ἡ (φᾰγεῖν), I. είδος βελανιδιάς που φέρει φαγώσιμα βελανίδια, Quercus esculus(όχι το Λατ. fagus, οξυά, παρόλο που τα ονόματα είναι πανομοιότυπα), αφιερωμένη στο Δία, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. II. βελανίδι του ίδιου δέντρου, σε Αριστοφ.