Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "φευκτός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
φευκτός, , -όν, ρημ. επίθ. του φεύγω· 1. αυτός τον οποίο αναβάλλει ή αποφεύγει κάποιος, σε Αριστ. 2. αυτός που μπορεί να τον αποφύγει κάποιος, σε Σοφ.