Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "φειδώ"

Βρέθηκαν 5 λήμματα [1 - 5]
φειδώ, -όος, συνηρ. -οῦς, (φείδομαιI. φροντίδα, νεκύων, σε Ομήρ. Ιλ. II. απόλ., οικονομία, φειδώ, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.· συγκράτηση από την έκθεση κάποιου σε κίνδυνο, σε Θουκ.
φειδωλή, , = φειδώ, σε Ομήρ. Ιλ., Σόλωνα.
φειδωλία, , = φειδώ, σε Αριστοφ., Πλάτ.
φειδωλός, , -όν και -ός, -όν, φειδωλός, οικονομικός, και ως ουσ. φιλάργυρος, τσιγγούνης, σε Αριστοφ., Πλάτ.· φειδωλὴ γλῶσσα, φειδωλή (φτωχή) γλώσσα, σε Ησίοδ.· με γεν., φειδωλὸς χρημάτων, σε Πλάτ.· τὸ φειδωλόν = φειδώ, στον ίδ.· επίρρ. -λῶς, στον ίδ.
φείδων, -ωνος, , I. αγγείο για λάδι με στενό λαιμό, που αφήνει λίγο μόνο λάδι να εκρεύσει, σε Θεόκρ. II. ως κύριο όν. Φείδων, όνομα ενός γέροντα στους κωμικούς ποιητές, Φείδων, απ' όπου πατρών. Φειδωνίδης[ῐ], -ου, , γιος του Φείδωνα, σε Αριστοφ.