Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "φαῦλος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
φαῦλος, , -ον και -ος, -ον, όπως φλαῦρος. I. 1. λέγεται για πράγματα, λεπτός, ελαφρύς, σε Ευρ., Αριστοφ. κ.λπ.· επίρρ. φαύλως κρίνειν, εκτιμώ κάτι αψήφιστα ή λανθασμένα, σε Αισχύλ.· φαύλ.ἀποδιδράσκειν, απαλλάσσομαι με ευκολία, σε Αριστοφ.· υπερθ. φαυλότατα καὶ ῥᾷστα, στον ίδ. 2. ασήμαντος, μηδαμινός, μικρός, αξιολύπητος, ανάξιος, σε Θουκ. κ.λπ.· φαῦλα ἐπιφέρειν, προσάπτω ασήμαντες κατηγορίες, σε Ηρόδ.· επίρρ., οὔτι φαύλως, όχι με ασήμαντη δύναμη, σε Ευρ. II. 1. λέγεται για ανθρώπους, ταπεινός στο γένος, κακός, κοινός, οἱ φαυλότατοι, του κοινότατου είδους (λέγεται για στρατιώτες), σε Θουκ. κ.λπ.· με απαρ., φαῦλος μάχεσθαι, στον ίδ.· φαῦλος λέγειν, σε Πλάτ. 2. αμέριμνος, απερίσκεπτος, αδιάφορος, Λατ. securus, σε Ευρ.· επίρρ., φαύλως εὕδειν, στον ίδ.· φαύλως λογίσασθαι, υπολογίζω πρόχειρα, χονδρικά, σε Αριστοφ.· φαύλως εἰπεῖν, Λατ. strictim dicere, χωρίς προσοχή, σε Πλάτ. 3. με θετική σημασία, απλός, ανεπιτήδευτος, στον ίδ.· επίρρ. φαύλως παιδεύειν τινά, σε Ξεν.