LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "φατός"
- φᾰτός, -ή, -όν, ρημ. επίθ. του φημί· 1. αυτός που μπορεί να ειπωθεί, οὐ φατός, ανείπωτος, ανέκφραστος, ανερμήνευτος, σε Ησίοδ., Πίνδ. 2. μεταφ., ονομαστός, ένδοξος, αξιόλογος, αξιοσημείωτος, σε Ησίοδ.

