Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "φαρμακοτρίβης"

Βρέθηκε 1 λήμμα
φαρμᾰκο-τρίβης[ῐ], -ου, (τρίβω), αυτός που τρίβει φάρμακα ή χρώματα, σε Δημ.