LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "φαρμάσσω"
- φαρμάσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω· I. 1. μεταχειρίζομαι κάτι χρησιμοποιώντας φάρμακα· λέγεται για το σιδηρουργό, που σκληραίνει το σίδερο βυθίζοντάς το σε νερό, σε Ομήρ. Οδ. II. 1. θεραπεύω ή ανακουφίζω με φάρμακο, σε Πλάτ. 2. μαγεύω με φίλτρα· απ' όπου, θωπεύω, καλοπιάνω με κολακεία, στον ίδ.· μεταφ. σε Παθ. λέγεται για λάμπα, ως φαρμασσομένη χρίσματος παρηγορίαις, σε Αισχύλ.