Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "φανός"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
φᾱνός, , -όν, I. 1. φωτεινός, λαμπρός, σε Ξεν.· τὸφανόν, λαμπρότητα, φως, σε Πλάτ. 2. λέγεται για ενδύματα, πλυμένα, καθαρά, σε Αριστοφ. II. 1. μεταφ., φωτεινός, εύθυμος, σε Αισχύλ., Πλάτ. 2. πασιφανής, σε Πλάτ. 3. επίρρ. -νῶς, σαφώς· υπερθ. φανότατα, σε Λουκ.
φᾶνός, (φάω), πυρσός από ξύλα κλήματος, σε Ξεν.· πρβλ. πᾱνός.