Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "φανερός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
φᾰνερός, , -όν και -ός, -όν (φαίνωI. 1. ορατός, κατάδηλος, εμφανής, σε Ηρόδ., Αττ.· φανερός εἰμι, με μτχ., φανεροί εἰσι ἀπικόμενοι, είναι γνωστό ότι έχουν έρθει, είναι εμφανές, σε Ηρόδ.· ομοίως, φανεροὶ γιγνόμενοι ὅτι ποιοῦσιν, σε Ξεν. 2. ανοιχτός, λέγεται για δρόμο, σε Ηρόδ. 3. φανερὰ οὐσία, αληθινή περιουσία αντίθ. προς τη χρηματική (ἀφανής), σε Δημ. κ.λπ. 4. λέγεται για τις ψήφους, φανερᾷ ψήφῳ, με ανοιχτή ψηφοφορία, αντίθ. του κρύβδην (μυστική), σε Θουκ. κ.λπ. 5. επίρρ. -ρῶς, φανερά, εμφανώς, σε Ηρόδ., Αττ.· συγκρ. φανερώτερον, σε Θουκ.· τὸ φανερόν συχνά συνοδεύεται με προθ., ως επιρρ., ἐκ τοῦ φανεροῦ, φανερώς (φανερά), σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως, ἐντῷ φανερῷ, σε Ξεν.· ἐς τὸ φανερόν, σε Θουκ. II. λέγεται για θεούς, αναγνωρισμένος, σε Ηρόδ.· λέγεται για ανθρώπους, διακεκριμένος, έγκριτος, διαπρεπής, έξοχος, σε Σοφ., Θουκ.