Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "φαλός"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
φᾰλός, , -όν (φάω), λαμπερός, λευκός.
φάλος[ᾰ], , μέρος της περικεφαλαίας που φορούσαν οι Ομηρικοί ήρωες, είτε η μεταλλική ράχη στην οποία στηριζόταν το λοφίο (λόφος) ή (μάλλον) η κορυφή της περικεφαλαίας· έπειτα, ἀμφίφαλος κυνέη, περικεφαλαία που είχε μια κορυφή πίσω και μια μπροστά.