LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "φαλός"
- φᾰλός, -ή, -όν (φάω), λαμπερός, λευκός.
- φάλος[ᾰ], ὁ, μέρος της περικεφαλαίας που φορούσαν οι Ομηρικοί ήρωες, είτε η μεταλλική ράχη στην οποία στηριζόταν το λοφίο (λόφος) ή (μάλλον) η κορυφή της περικεφαλαίας· έπειτα, ἀμφίφαλος κυνέη, περικεφαλαία που είχε μια κορυφή πίσω και μια μπροστά.