LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "φαεινός"
- φᾰεινός, Δωρ. και Αττ. φᾰεννός, -ή, -όν (φάω)· 1. λαμπερός, λαμπρός, ακτινοβόλος, σε Όμηρ., Πίνδ., Τραγ. 2. λέγεται για τη φωνή, καθαρή, ευκρινής, εύηχη, σε Πίνδ. 3. γενικά, έξοχος, ιδιοφυής, σε Πίνδ.