Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "φαίνω"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
φαίνω, Επικ. φαείνω, μέλ. φᾰνῶ, Ιων. φᾰνέω· ευκτ. φᾰνοίην, αόρ. αʹ ἔφηνα, Δωρ. ἔφᾶνα· Επικ. γʹ ενικ. αόρ. βʹ φάνεσκε· παρακ. πέφαγκα· αμτβ. παρακ. πέφηναΜέσ., μέλ. φᾰνοῦμαι, Ιων. φᾰνέομαι, αόρ. αʹ ἐφηνάμηνΠαθ., Ιων. προστ. φαινέσκετο, μέλ. βʹ φᾰνήσομαι (ποτέ φανθήσομαιΕπικ. γʹ ενικ. μέλ. πεφήσεται· αόρ. αʹ ἐφάνθην, Επικ. ἐφαάνθην, γʹ πληθ. φάανθεν, αόρ. βʹ ἐφάνην [ᾰ], Επικ. γʹ πληθ. φάνεν· Επικ. υποτ. φανήῃ, απαρ. φανήμεναι, παρακ. πέφασμαι, γʹ ενικ. πέφανται, απαρ. πεφάνθαι, μτχ. πεφασμένος, γʹ πληθ. υπερσ. ἐπέφαντο· (φάω),
Α.
Ενεργ. I. 1. α) φέρνω στο φως, φανερώνω κάτι, σε Όμηρ. κ.λπ.Μέσ., επιδεικνύω κάτι ως δικό μου, σε Σοφ. β) δείχνω εδώ κι εκεί, κάνω γνωστό, αποκαλύπτω, φανερώνω, δείχνω, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ. κ.λπ.· γόνον Ἑλένῃ φαίνω, της φανερώνω ένα παιδί, δηλ. επιτρέπω να γεννήσει, σε Ομήρ. Οδ. 2. λέγεται για ήχο, κάνω κάτι ξεκάθαρο στο άκουσμα, κάνω κάτι να ηχεί καθαρά, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ. 3. κάνω κάτι ξεκάθαρο, εξηγώ, εκθέτω, σε Ηρόδ. 4. α) σε Αττ., καταδίδω κάποιον, κατηγορώ, προδίδω, σε Αριστοφ.· καταγγέλλω κάτι ως παράνομο, στον ίδ.Παθ., τὰ φανθέντα, πράγματα τα οποία καταγγέλθηκαν ως παράνομα, σε Δημ. β) απόλ., δίνω πληροφορίες, σε Ξεν. 5. φαίνειν φρουράν στη Σπάρτη, διακηρύσσω στρατό, καλώ τη στρατιωτική παράταξη, σε Ξεν. II. απόλ., δίνω φως, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως λέγεται για τους Διόσκουρους που έλαμπαν στον αιθέρα, σε Ευρ.· ἀγανὴ φαίνουσ' ἐλπίς, μικρή ελπίδα που λάμπει, σε Αισχύλ. III. ο Όμηρ. χρησιμοποιεί τον Ιων. αόρ. φάνεσκε αμτβ., φάνηκε· επίσης, παρακ. βʹ πέφηνα είναι αμτβ., σε Ηρόδ., Σοφ., Δημ. Β. Παθ., I. 1. έρχομαι στο φως, γίνομαι ορατός, εμφανίζομαι, σε Όμηρ.· λέγεται για τη φωτιά, λάμπω φωτεινά, στον ίδ.· συχνά λέγεται για την εμφάνιση ουρανίων σωμάτων, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· χρησιμοποιείται για την χαραυγή, φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς, σε Όμηρ. 2. χρησιμοποιείται για ανθρώπους, έρχομαι στην ζωή, φανεὶς δύστηνος, γεννημένος δυστυχής, σε Σοφ.· δοῦλος φανείς, δείχνω να είμαι, έχω γίνει σκλάβος, σε Σοφ.· επίσης λέγεται για γεγονότα, τέλος πέφανται, σε Ομήρ. Ιλ.· τὸ φανθέν, κάτι που ήρθε στο φως μια φορά, αποκάλυψη, σε Σοφ. κ.λπ. II. 1. φαίνομαι ότι είμαι έτσι ακριβώς, με απαρ., ἥτις ἀρίστη φαίνεται εἶναι, σε Ομήρ. Οδ.· τοῦτό μοι θειότατον φαίνεται γενέσθαι, σε Ηρόδ.· το απαρ. παραλείπεται, ὅστις φαίνηται ἄριστος, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· επίσης με μτχ.· φαίνεσθαι με απαρ., ένα πράγμα φαίνεται να είναι έτσι ακριβώς· με μτχ., ένα γεγονός είναι πράγματι έτσι ακριβώς, ἐμοὶ σὺ πλουτέειν φαίνεαι, πλούσιος μου φαίνεσαι, σε Ηρόδ.· αλλά, εὔνοος ἐφαίνετο ἐών, είχε πράγματι ευνοϊκή διάθεση, στον ίδ.· φαίνεται ὁ νόμος βλάπτων, ο νόμος πράγματι βλάπτει, αλλά, φαίνεται ὁ νόμος ἡμᾶς βλάψειν, φαίνεται σα να μας βλάπτει, σε Δημ.· με τη μτχ. να παραλείπεται, Κᾶρες ἐφάνησαν (ενν. ὄντες), ήταν πράγματι Κάρες, σε Θουκ.· τί φαίνομαι (ενν. ὤν); πώς φαίνομαι, μοιάζω;, σε Ευρ. 2. σε διάλογο, φαίνεταί σοι ταῦτα; σου φαίνονται αυτά να είναι έτσι; δεν είναι έτσι αυτό; απόκριση φαίνεται, ναι, σε Πλάτ.· (τοῦτο) φῇς εἶναι; απόκριση φαίνομαι (ενν. λέγειν), σε Ξεν. 3. οὐδαμοῦ φανῆναι, Λατ. nullo in loco haberi, σε Πλάτ.
Φαίνων, , ένας πλανήτης, Λάμπος, ο δικός μας Κρόνος, σε Κικ.