LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "φαίδιμος"
- φαίδῐμος, -ον και -α, -ον (φάω)· 1. λαμπερός, λέγεται για τα μέλη του ανθρώπινου σώματος, πιθ. σε συσχέτιση με την κοινή χρήση του λαδιού, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ., Πίνδ. 2. λέγεται για τους ήρωες, περίφημος, ένδοξος, σε Όμηρ., Αισχύλ.