Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "φίλτρον"

Βρέθηκε 1 λήμμα
φίλτρον (κυρίως φίλητρον, από φιλέω), τό, 1. μέσο μαγικό (πρβλ. το «medicines to make me love him»του Σαίξπηρ),ἔστιν φίλτρα μοι θελκτήρια ἔρωτος, σε Ευρ.· λέγεται για το χιτώνα του Νέσσου με τον οποίο η Δηϊάνειρα ήλπιζε να κερδίσει πάλι την αγάπη του Ηρακλή, σε Σοφ. 2. γενικά, γοητεία, ξόρκι, ως μέσο κυριαρχίας ή επιρροής στους άλλους, απ' όπου ο χαλινός καλείται φίλτρον ἵππειον, σε Πίνδ.· οι χρησμοί του Απόλλωνα καλούνται φίλτρα τόλμης, μέσα που παράγουν τόλμη, σε Αισχύλ.· τα παιδιά είναι φίλτρον για την αγάπη των γονέων, σε Ευρ. κ.λπ. 3. σε πληθ., αγάπη, στοργή, στον ίδ.