Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "φίλος"

Βρέθηκαν 18 λήμματα [1 - 18]
φίλος, , -ον (· αλλά κλητ. φίλε με , σε Όμηρ.)· I. 1. Παθ., αγαπημένος, αξιαγάπητος, αγαπητός, Λατ. amicus, carus, σε Όμηρ. κ.λπ.· με δοτ., αγαπητός σε κάποιον, στον ίδ.· κλητ., φίλε μπορεί να χρησιμοποιηθεί με ουδ. -ον, φίλε τέκνον, σε Ομήρ. Οδ.· η γεν. πολλές φορές ακολουθεί την κλητ., φίλ' ἀνδρῶν, σε Θεόκρ.· ὦ φίλα γυναικῶν, σε Ευρ.· συχνά ως ουσ., φίλος, , φίλος, σε Όμηρ.· παροιμ., ἔστιν ὁ φίλος ἄλλος αὐτός, ο φίλος είναι ο άλλος εαυτός, σε Αριστ.· κοινὰτὰ τῶν φίλων, σε Πλάτ.· ομοίως στο θηλ. φίλη, , αγαπητή, φίλη, Λατ. amica, σε Όμηρ., Αττ.· φίλον, τό, αντικείμενο αγάπης, σε Σοφ.· τὰ φίλτατα, τα πιο κοντινά και τα πιο αγαπημένα σε κάποιον, όπως είναι η σύζυγος και τα παιδιά, σε Τραγ. 2. λέγεται για πράγματα, αγαπητός, ευχάριστος, ευπρόσδεκτος, σε Όμηρ.· ως κατηγορ., φίλον ἐστί ή γίγνεταί μοι, είναι αγαπητό σε μένα, με ευχαριστεί, Λατ. cordi est, στον ίδ., Ηρόδ. κ.λπ.· εἰ τόδ' αὐτῷ φίλον κεκλημένῳ, εάν τον ευχαριστεί να αποκαλείται με αυτόν τον τρόπο, σε Αισχύλ. 3. στους Ποιητές, το φίλος χρησιμοποιείται για την ίδια την ζωή κάποιου, φίλον δ' ἐξαίνυτο θυμόν, έδιωξε μακριά ευχάριστη ζωή, σε Ομήρ. Ιλ.· φίλον ἦτορ, φίλα γούνατα, πατὴρ φίλος, φίλη ἄλοχος, σε Όμηρ.· φίλην ἄγεσθαι, παίρνω τη γυναίκα κάποιου, σε Ομήρ. Ιλ. II. με Ενεργ. σημασία, όπως φίλιος, αγαπητός, φιλικός, σε Όμηρ.· με γεν., φίλαν ξένων ἄρουραν, φιλικός στους ξένους, σε Πίνδ.· φίλα φρονέειν τινί, νιώθω φιλικά, σε Ομήρ. Ιλ.· φιλία ποιεῖσθαί τινι, κάνω φιλία με κάποιον, σε Ηρόδ. III. επίρρ. φίλως, φίλως χ' ὁρόῳτε, βλέπετε αυτό με ευχαρίστηση, σε Ομήρ. Ιλ.· φίλωςἐμοί, με έναν τρόπο αγαπητό ή ευχάριστο σε μένα, σε Αισχύλ.· φίλως δέχεσθαί τινα, σε Ξεν. IV. φίλος, έχει αρκετούς τύπους παραθετικών· 1. συγκρ. φιλίων [ῐ], -ον, σε Ομήρ. Οδ. 2. Συγκρ. φίλτερος, υπερθ. φιλαίτατος, σε Ξεν., Θεόκρ. 4. σε Αττ. μᾶλλον φίλος, σε Αισχύλ. κ.λπ.· υπερθ. μάλιστα φίλος, σε Ξεν.
φῐλό-σιτος, -ον, I. αυτός που αγαπά το σίτο ή ασχολείται με αυτόν, σε Ξεν. II. αυτός που αγαπά το φαγητό, αγαπά να τρώει, σε Πλάτ.
φῐλό-σκηπτρος, -ον (σκῆπτρον), εστεμμένος, σε Ανθ. Π.
φῐλο-σκήπων, -ωνος, , , αυτός που αγαπά τη ράβδο ή το σκήπτρο, λέγεται για τον Πάνα, σε Ανθ.
φῐλο-σκόπελος, -ον, αυτός που αγαπά τα βράχια, σε Ανθ.
φῐλο-σκώμμων, -ον, αυτός που αγαπά τα σκώμματα ή τα αστεία, σε Ηρόδ.
φῐλοσοφέω, παρακ. πεφιλοσόφηκα (φιλόσοφοςI. 1. αγαπώ τη γνώση, την αναζητώ, φιλοσοφώ, Λατ. philosophari, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· φιλοσοφοῦντά με δεῖ ζῆν, λέει ο Σωκράτης, σε Πλάτ. 2. διδάσκω φιλοσοφία, σε Ισοκρ. II. 1. με αιτ., συζητώ με φιλοσοφική διάθεση, αναζητώ, σπουδάζω, Λατ. meditari, σε Ισοκρ.· φιλοσοφίαν φιλοσοφεῖν, αναζητώ τη φιλοσοφία, στοχάζομαι φιλοσοφώνια, σε Ξεν. 2. γενικά, σπουδάζω ένα πράγμα, σε Ισοκρ.
φῐλοσοφητέον, ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να εξεταστεί φιλοσοφικά, σε Πλάτ. κ.λπ.
φῐλοσοφία, , 1. αγάπη για γνώση και σοφία, αναζήτηση σοφίας, διαλογισμός, σπουδή, σε Πλάτ. κ.λπ. 2. η συστηματική μελέτη ενός αντικειμένου, έρευνα, σε Ισοκρ. 3. φιλοσοφία, η έρευνα της αλήθειας και της φύσης, σε Πλάτ. κ.λπ.
φῐλό-σοφος, , I. 1. αυτός που αγαπά τη σοφία, χρησιμοποιήθηκε αρχικά από τον Πυθαγόρα, που αποκαλούσε τον εαυτό του φιλόσοφον, λάτρης της σοφίας· όχι σοφός, δηλ. μυαλωμένος, σοφός, σε Κικ.· έπειτα σε ευρεία έννοια χρησιμοποιήθηκε για τους επιστήμονες, οι σπουδασμένοι, οι εγγράμματοι, σε Πλάτ. κ.λπ. 2. φιλόσοφος, δηλ. κάποιος που ερευνά τη φύση των πραγμάτων και την αλήθεια, σε Αριστοφ. κ.λπ.· βρίσκεται ως ὁ τῆς ἀληθείας φιλοθεάμων, σε Πλάτ. II. ως επίθ., αυτός που αγαπά τη γνώση, φιλοσοφικός, στον ίδ.· τὸ φιλόσοφον, = φιλοσοφία, στον ίδ. III. επίρρ. φιλοσόφως διακεῖσθαι πρός τι, σε Ισοκρ.· φιλοσόφως ἔχειν, σε Πλάτ.
φῐλο-σπῆλυγξ, -υγγος, , , αυτός που αγαπά τα σπήλαια, σε Ανθ.
φῐλό-σπονδος, -ον, αυτός που χρησιμοποιείται στην προσφορά σπονδών, σε Αισχύλ.
φῐλο-στέφᾰνος, -ον, αυτός που αγαπά τα στεφάνια, στεφανωμένος, σε Ομηρ. Ύμν.
φῐλό-στονος, -ον, αυτός που αγαπά τους στεναγμούς, θλιβερός· επίρρ. -νως, σε Αισχύλ.
φῐλοστοργία, , τρυφερή αγάπη, στοργικότητα, σε Ξεν.
φῐλό-στοργος, -ον (στέργω), αυτός που αγαπά τρυφερά, στοργικός, λέγεται για την αγάπη των γονιών και των παιδιών, των αδελφών, σε Ξεν., Θεόκρ. κ.λπ.· τὸφιλόστοργον, = φιλοστοργία, σε Ξεν.· επίρρ. φιλοστόργως, σε Πλούτ.
φῐλο-στρᾰτιώτης, -ου, , φίλος του στρατιώτη, σε Ξεν.
φῐλο-σώμᾰτος, -ον (σῶμα), αυτός που αγαπά το σώμα, σε Πλάτ.