Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "φίλη"

Βρέθηκαν 24 λήμματα [1 - 20]
φίλη, , βλ. φίλος I. I.
φῐληδέω, μέλ. -ήσω, βρίσκω ευχαρίστηση σε, απόλαυση σε ένα πράγμα, με δοτ., σε Αριστοφ.
φῐλ-ηδής, -ές (ἦδος), αυτός που αγαπά την ευχαρίστηση, σε Αριστ.
φῐληδία, , απόλαυση, σε Αριστοφ.
φῐλ-ήδονος, -ον (ἡδονή1. αυτός που αγαπά την ηδονή, σε Λουκ. κ.λπ. 2. αυτός που διακατέχεται από επιθυμία να φέρνει ευχαρίστηση, σε Ανθ.
φῐληκοέω, μέλ. -ήσω, είμαι προσηλωμένος, σε Πολύβ.
φῐληκοΐα, , επιθυμία να ακούω με προσοχή, με γεν., σε Ισοκρ.
φῐλ-ήκοος, -ον (ἀκοή), αυτός που αρέσκεται στο να ακούει συζητήσεις, σε Πλάτ.
φῐλ-ηλάκᾰτος[ᾰκ], -ον (ἠλακάτη), αυτός που αγαπά την ενασχόληση με τη ρόκα (αδράχτι), σε Ανθ.
φῐλ-ηλῐάς, -άδος, , αυτός που αγαπά τον ήλιο, σε Τελέσιλλα.
φῐλ-ηλῐαστής, -οῦ, , αυτός που απολαμβάνει να βρίσκεται στις δίκες του δικαστηρίου της Ηλιαίας, σε Αριστοφ.
φίλημα, Δωρ. φίλᾱμα, -ατος, τό, φιλί, σε Ευρ., Ξεν. κ.λπ.
φιλήμεναι, Επικ. απαρ. του φιλέω.
φῐλημοσύνη, (φιλέω), φιλικότητα, συμπάθεια, σε Θέογν.
φῐλ-ήνεμος, -ον (ἄνεμος), αυτός που αγαπά τον άνεμο· λέγεται για πνευστό φλάουτο, σε Ανθ.
φῐλ-ήνιος, -ον (ἡνία), αυτός που ακολουθεί τα ηνία, πειθήνιος, σε Αισχύλ.
φῐλ-ήρετμος, -ον (ἐρετμός), αυτός που αγαπάει το κουπί, σε Ομήρ. Οδ.
φίλησα, Επικ. αόρ. αʹ του φιλέω· φιλησέμεν, Επικ. απαρ. μέλ.
φῐλησί-μολπος, -ον (μολπή), = φιλόμολπος, σε Πίνδ.
φίλησις, -εως, (φιλέω), αίσθημα συμπάθειας, σε Αριστ.