LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "φίλανδρος"
- φίλ-ανδρος, -ον (ἀνήρ), 1. αυτός που αγαπά τους άνδρες, σε Αισχύλ. 2. αυτή που αγαπά το σύζυγό της, σε Κ.Δ.