Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "φήμη"

Βρέθηκε 1 λήμμα
φήμη, , Δωρ. φάμα, Λατ. fama·(φημίI. 1. φωνή εξ ουρανού, προφητική φωνή, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, όταν ο Οδυσσέας προσεύχεται στο Δία, φήμην τίς μοι φάσθω, αυτός του απαντά με κεραυνό, στο ίδ.· απ' όπου χρησμός, προφητεία, οιωνός, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ. 2. λόγος ή φήμη διαδεδομένη ανάμεσα στους ανθρώπους, διάδοση, σε Ησίοδ., Αισχίν.· ὑποδεεστέρα τῆς φήμης, κατώτερη από τη φήμη, δηλ. ήταν υπερβολική, σε Θουκ. 3. κουβέντα ή λόγος για το χαρακτήρα κάποιου ανθρώπου, σε Ησίοδ. κ.λπ.· ιδίως καλά λόγια, φήμη, σε Ηρόδ., Πίνδ.· επίσης φῆμαι πονηραί, σε Αισχύλ. κ.λπ. 4. φᾶμαι, ύμνοι επαινετικοί, σε Πίνδ. II. 1. οποιαδήποτε φωνή ή λέξη, λόγος, ομιλία, σε Αισχύλ.· ιδίως, κοινός λόγος, παράδοση, μύθος, σε Ευρ., Πλάτ. 2. αγγελία, σε Τραγ.