Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "φάτις"

Βρέθηκε 1 λήμμα
φάτις[ᾰ], αιτ. φάτιν, κλητ. φάτι ή φάτις, συνηρ. αιτ. πληθ. φάτῑς· (φημίI. 1. όπως φήμη, φωνή από τον ουρανό, φωνή χρησμού, χρησμός, σε Αισχύλ., Σοφ. 2. λόγος ανάμεσα στους ανθρώπους, κοινή ομιλία, φήμη, αναφορά, Λατ. fama, σε Ομήρ. Οδ., Τραγ.· κατὰ φάτιν, κατά φήμη (σύμφωνα με τη φήμη), σε Ηρόδ.· ὡςφάτις κρατεῖ, σε Αισχύλ.· ὥσπερ ἡ φάτις, σε Σοφ.· φάτις (ἐστί), λέγεται ότι..., σε Πίνδ.· ἡ φάτις μιν ἔχει, η φήμη γύρω από αυτόν, σε Ηρόδ. 3. αντικείμενο ομιλίας, θέμα συζήτησης, σε Πίνδ. II. λόγος, λέξεις, ενός μόνο ανθρώπου, σε Σοφ.· ομιλία, γλώσσα, σε Αισχύλ.