Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "φάσκω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
φάσκω, παρατ. ἔφασκον, Επικ. φάσκον (χρησιμ. ως παρατ. του φημί), το απαρ. και η μτχ. ενεστ. του φημί συμπληρώνονται επίσης από το φάσκω· πέρα από αυτό βρίσκουμε στην Αττ. προστ. φάσκε· 1. λέω, βεβαιώνω, υποστηρίζω, συχνά με την έννοια του ισχυρισμού ή της προσποίησης, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.· ὡς ἔφασκεν, καθώς είπε, καθώς ισχυρίστηκε, σε Σοφ. 2. σκέφτομαι, νομίζω, προσδοκώ, σε Όμηρ., Σοφ. 3. υπόσχομαι, με απαρ. μέλ., σε Ομήρ. Οδ., Θουκ.