LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "φάσηλος"
- φάσηλος[ᾰ], ὁ, I. είδος φασολιού, σε Αριστοφ. II. απ' όπου, Λατ. phasēlus, ελαφρύ πλοιάριο, λέμβος, από την ομοιότητά του με φασόλι στο σχήμα, σε Κάτουλ., Ρήτ.