LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "φάρυγξ"
- φάρυγξ[ᾰ], ἡ, σπανιότερα, ὁ, γεν. φάρῠγος· λαιμός, οισοφάγος, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ. κ.λπ.