Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "φάρμακον"

Βρέθηκε 1 λήμμα
φάρμᾰκον, τό, I. 1. φάρμακο, θεραπευτικό μέσο, σε Όμηρ. κ.λπ.· τὰ φάρμακα που εφαρμόζονται εξωτερικά είναι χριστά, ἔγχριστα, ἐπίχριστα (αλοιφές), και παστά, ἐπίπαστα, καταπλαστά (έμπλαστρα), σε Θεόκρ., Αριστοφ.· αυτά που λαμβάνονταν εσωτερικά, βρώσιμα και πόσιμα, ποτά, πιστά, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.· με γεν., φάρμακον νόσου, φάρμακο για αυτή την αρρώστια, θεραπεία εναντίον αυτής, σε Αισχύλ.· φάρμακον κεφαλῆς, για τον πονοκέφαλο, σε Πλάτ. 2. με αρνητική σημασία, μαγικό φίλτρο, ομοίως θέλγητρο, μαγεία, μαγγανεία, σε Ομήρ. Οδ., Θεόκρ.· επίσης ναρκωτικό, δηλητήριο, σε Σοφ., Ευρ. II. 1. θεραπεία, φροντίδα, σε Ησίοδ.· φάρμακον πραΰ, λέγεται για χαλινάρι, σε Πίνδ.· με γεν., θεραπεία εναντίον, βλάβης, σε Αισχύλ.· πόνων, λύπης, σε Ευρ. 2. με γεν. επίσης, μέσο παραγωγής, σωτηρίας, στον ίδ.· σοφίας, σε Πλάτ. III. βαφή, μπογιά, χρώμα, σε Ηρόδ. κ.λπ.