Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "φάραγξ"

Βρέθηκε 1 λήμμα
φάραγξ[ᾰ], -αγγος, , ρήγμα ή χάσμα σε βουνό, βάραθρο, φαράγγι, σε Αισχύλ., Ευρ. (αμφίβ. προέλ.).