Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "φάος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
φάος, τό, γεν. φάεος (φάους), δοτ. φάει· Επικ. ονομ. και αιτ. πληθ. φάεα ( χάριν μέτρου)· Αττ. συνηρ. φῶς, φωτὸς κ.λπ.· I. 1. φως, το φως της ημέρας, σε Όμηρ. κ.λπ.· σε Ποιητ., λέγεται για την ζωή, ζώει καὶ ὁρᾶ φάος ἠελίοιο, στον ίδ.· λείπειν φάος ἠελίοιο, σε Ησίοδ.· πέμπειν τινὰ ἐς φῶς, σε Αισχύλ.· πρὸς φῶς ἀνελθεῖν, σε Σοφ. 2. λέγεται για το φως της ημέρας, ἐν φάει, σε Ομήρ. Οδ.· φῶς γίγνεται, έρχεται φως, δηλ. χαράζει η μέρα, σε Πλάτ.· ἕωςἔτι φῶς ἐστι, όσο υπάρχει ακόμα φως, στον ίδ. 4. το φως των ματιών, σε Πίνδ.· πληθ. φάεα, τα μάτια, Λατ. lumina, σε Ομήρ. Οδ. II. φως, μεταφ. λέγεται για ευτυχία, χαρά, νίκη, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης σε προσφωνήσεις ανθρώπων, γλυκερὸν φάος, αγαπητό φώς της ζωής μου, σε Ομήρ. Οδ.· ὦφίλτατον φῶς, σε Σοφ.