Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "φάλαγξ"

Βρέθηκε 1 λήμμα
φάλαγξ[ᾰ], -αγγος, , I. 1. γραμμή μάχης, παράταξη μάχης, σε Ομήρ. Ιλ.· κυρίως στον πληθ., οι τάξεις του στρατού, στο ίδ., Ησίοδ. 2. α) φάλαγγα, δηλ. το βαρέως οπλισμένο πεζικό (ὁπλῖται), στη γραμμή της μάχης, σε Ξεν. κ.λπ.· ο σχηματισμός της φάλαγγας διέφερε· η σπαρτιατική γραμμή μάχης στην Τεγέα είχε βάθος οκτώ στρατιωτών, σε Θουκ.· η θηβαϊκή στο Δήλιο είκοσι πέντε, στον ίδ.· η φάλαγγα τελειοποιήθηκε από το Φίλιππο το Μακεδόνα. β) λέγεται για το κυρίως σώμα, κέντρο αντίθ. προς τα άκρα (κέρατα), σε Ξεν. γ) στρατόπεδο, σε Ξεν. II. στρογγυλό κομμάτι από ξύλο, κορμός δέντρου, κούτσουρο, σε Ηρόδ. III. δηλητηριώδης αράχνη (πρβλ. φαλάγγιον), σε Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.).