Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "τύχη"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
τύχη[ῠ], (πρβλ. τυγχάνω), I. το αγαθό το οποίο αποκτά ο άνθρωπος (τυγχάνει) μέσω της εύνοιας των θεών, καλή τύχη, ευτυχία, επιτυχία, σε Θέογν., Ηρόδ. κ.λπ.· σὺν τύχῃ, σε Σοφ.· θείᾳ τύχῃ, Λατ. divinitus, σε Ηρόδ. κ.λπ.· απ' όπου, η Τύχη θεοποιήθηκε, όπως η Λατ. Fortuna, Τύχα Σώτειρα, σε Πίνδ.· Τύχη Σωτήρ, σε Αισχύλ. II. 1. γενικά, τύχη καλή ή κακή, στον ενικ. και πληθ., σε Ηρόδ., Αττ. 2. σπανίως λέγεται για κακή τύχη ή δυστυχία, ἢν χρήσωνται τύχῃ, δηλ. αν σκοτωθούν, αν φονευθούν, σε Ευρ.· τύχῃ, κατά κακή τύχη, σε Αντιφώντα. 3. ιδίως, ἀγαθὴ τύχη, σε Αισχύλ. κ.λπ.· σε δοτ. ἀγαθῇ τύχῃ, «στο όνομα του Θεού», σε Δημ. κ.λπ.· με κράση, τυχἀγαθῇ, σε Αριστοφ.· η τυπική αυτή φράση περιλαμβανόταν στις συνθήκες και τα άλλα δημόσια έγγραφα, όπως το Λατ. quod felix faustumque sit, Λάχης εἶπε, τύχῃ ἀγαθῇ τῶν Ἀθηναίων ποιεῖσθαι τὴν ἐκεχειρίαν, σε Ψήφισμα παρά Θουκ.· ομοίως, ἐπ' ἀγαθῇ τύχῃ, σε Αριστοφ. κ.λπ. 4. επιρρ. χρήσεις, τύχῃ, κατά τύχη, Λατ. forte, forte fortuna, σε Σοφ. κ.λπ.· ἀπὸ τύχης, σε Αριστ.· ἐκ τύχης, σε Πλάτ.· διὰ τύχην, σε Ισοκρ. κ.λπ.· κατὰ τύχην, σε Θουκ. κ.λπ. III. τύχη, κλήρος, μοίρα, σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.· τῆς τύχης τὸ ἐμὲ τυχεῖν!.. τί ατυχία, να τύχω!... σε Ξεν.· κυρίως λέγεται για κακοτυχίες, σε Αισχύλ. κ.λπ.
τῠχηρός, , -όν, τυχερός, που έχει τύχη, σε Αισχύλ.· επίρρ. τυχηρῶς, σε Αριστοφ.
τῠχήσας, μτχ. αορ. του τυγχάνω.