Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "τύπτω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
τύπτω (√ΤῨΠ), Επικ. παρατ. τύπτον· μέλ. τύψω, Αττ. τυπτήσω· αόρ. ἔτυψα, μεταγεν. ἐτύπτησαΠαθ., αόρ. ἐτύφθην, αόρ. βʹ ἐτύπην [ῠ]· μέλ. τῠπήσομαι· απαρ. παρακ. τετύφθαι· I. 1. χτυπώ, πλήττω, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· ἅλα τύπτον ἐρετμοῖς, σε Ομήρ. Οδ.· ἴχνια τύπτιν, περπατά στα ίχνη του, σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., Ζέφυρος λαίλαπι τύπτων, ο δυτικός άνεμος χτυπά με μανία, στο ίδ. 2. μεταφ., ἄχος κατὰ φρένα τύψε, μεγάλη θλίψη πλήγωσε την καρδιά του βαθιά, στο ίδ.· ἡ ἀληθείη ἔτυψε Καμβύσεα, σε Ηρόδ. κ.λπ. II. Μέσ. όπως το κόπτομαι, Λατ. plangor, χτυπώ τα στήθη μου από θλίψη, στον ίδ.· με αιτ. προσ., θρηνώ για κάποιον, στον ίδ. III. 1. Παθ., χτυπούμαι, πλήττομαι, τραυματίζομαι, σε Όμηρ. κ.λπ.· δέχομαι προσβολή, σε Ξεν. 2. με σύστ. αντ., λαμβάνω πληγές, χτυπήματα, ἕλκεα, ὅσσ' ἐτύπη, σε Ομήρ. Ιλ.· τύπτομαι πολλὰς (ενν. πληγάς), δέχομαι πολλά χτυπήματα, σε Αριστοφ.· ομοίως, με δοτ. καιρίῃ (ενν. πληγῇ) τετύφθαι, σε Ηρόδ.