Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "τύπος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
τύπος[ῠ], (τύπτωI. χτύπημα, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ. II. 1. το αποτέλεσμα του χτυπήματος, αποτύπωμα σφραγίδας, σε Ευρ.· στίβου τύπος, σημάδι ή ίχνος πατήματος, σε Σοφ.· — τύποι, σημεία, γράμματα, σε Πλάτ.· ὁτύπος τῶν ἵππων, ο χτύπος, ο ήχος του βαδίσματός τους, σε Ξεν. 2. οτιδήποτε κατειργασμένο από μέταλλο ή λίθο, στον πληθ., μορφές δουλεμένες σε ανάγλυφο, σε Ηρόδ., Ευρ.· έπειτα απλώς, μορφή, εικόνα, άγαλμα, σε Ηρόδ., Ευρ. 3. τύπος τινός, μορφή ανθρώπου, δηλ. ο ίδιος ο άνθρωπος, Ἱππομέδοντος τύπος, σε Αισχύλ.· βραχιόνων τύπος = βραχίονες, σε Ευρ. 4. γενικός τύπος ή χαρακτήρας προσώπου, τύπος ή μοντέλο πράγματος, σε Πλάτ.· παράδειγμα, υπόδειγμα, σε Κ.Δ. 5. σχέδιο, σχεδίασμα, ιχνογράφημα, σε Πλάτ.· ομοίως, τύπῳ ἐν τύπῳ, περιληπτικά, σε γενικές γραμμές, στον ίδ.