Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "τόπος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
τόπος, , I. 1. μέρος, Λατ. locus, σε Αισχύλ. κ.λπ.· περιφρ., χθονὸς πᾶς τόπος, δηλ. όλη η γη, στον ίδ.· Πέλοπος ἐν τόποις, στην Πελοπόννησο, στον ίδ. κ.λπ.· ὁ τόπος τῆς χώρας, οι γεωγραφικές συνθήκες της περιοχής, σε Δημ. 2. τόπος, θέση, σε Αισχίν. 3. χωρίο συγγραφέα, σε Κ.Δ. κ.λπ. II. θέμα προς συζήτηση, σε Αισχίν.· κοινός τόπος στην Ρητορική, σε Αριστ. III. μεταφ., περίσταση, ευκαιρία, θέση, σε Θουκ.