Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "τόξον"

Βρέθηκε 1 λήμμα
τόξον, τό (τυγ-χάνωI. τόξο, σε Όμηρ.· συχνά στον πληθ. γιατί το αρχαίο τόξο αποτελούνταν από δύο τμήματα από κέρατο, ενωμένα στη μέση με τον πήχυν· τόξα τιταίνειν ή ἕλκειν, σύρω το τόξο, σε Ομήρ. Ιλ.· καθώς το τόξο ήταν το κυρίως όπλο των Ανατολικών λαών, το τόξου ῥῦμα, σήμαινε τους Πέρσες, αντίθ. προς το λόγχης ἰσχύς (τους Έλληνες), σε Αισχύλ.· μεταφ., τόξῳ, από εικασία, στον ίδ. II. στον πληθ. επίσης, τόξο και βέλη, σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ. III. μεταφ., τόξα ἡλίου, οι ακτίνες του, σε Ευρ.