Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "τόλμα"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
τόλμᾰ, -ης, (*τλάωI. 1. τόλμη, θάρρος, αφοβία, σε Πίνδ., Ηρόδ., Αττ.· τῶνδε τόλμαν σχεθεῖν, να έχεις τόλμη γι' αυτή τη δουλειά, σε Αισχύλ. 2. με αρνητική σημασία, απερίσκεπτη και αλόγιστη τόλμη, θρασύτητα, αυθάδεια, Λατ. audacia, σε Τραγ. κ.λπ. II. παράτολμη πράξη, στο ίδ.
τολμάω, Ιων. τολμέω, Δωρ. βʹ ενικ. τολμῆς· μέλ. τολμήσω, Δωρ. τολμᾱσῶ· παρακ. τετόλμηκα, Δωρ. τετόλμᾱκα· I. αναλαμβάνω κάτι, παίρνω το θάρρος να επιχειρήσω ή να υπομείνω κάτι φοβερό ή δυσχερές, σε Όμηρ. κ.λπ.· απόλ., υπομένω, καρτερώ, ανέχομαι, στον ίδ., Αττ.· με αιτ. πράγμ., υπομένω, υφίσταμαι, σε Θέογν., Ευρ. II. με απαρ., έχω τόλμη, θάρρος, γενναιότητα, θρασύτητα, σκληρότητα ή υπομονή, ώστε να κάνω κάτι παρά την όποια φυσική προαίσθηση, τολμώ, αποτολμώ, σε Όμηρ., Αττ. 2. ενίοτε με μτχ., ἐτόλμα βαλλόμενος, υπόμεινε να χτυπηθεί, σε Ομήρ. Οδ.· τόλμα ἐρῶσα, σε Ευρ. 3. με αιτ., τολμᾶν πόλεμον, αναλαμβάνω, ριψοκινδυνεύω πόλεμο, σε Ομήρ. Οδ.· τοιαῦτα, πάντα τολμάω, σε Τραγ.· επίσης, τολμάω τὰ βέλτιστα, σε Θουκ.· Παθ., οἷ' ἐτολμήθη πατήρ, τέτοια πράγματα, όπως αυτά που ο πατέρας μου είχε τολμήσει (ή κάνει) εναντίον του, σε Ευρ.