Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "τυφλός"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
τυφλός, , -όν (τύφω),· I. αυτός που δεν βλέπει, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· με γεν., τυφλός τινος, τυφλός ως προς κάποιο πράγμα, σε Ξεν.· τὰτυφλὰ τοῦ σώματος, δηλ. τα νώτα κάποιου, στον ίδ.· λέγεται για τα μέλη του σώματος του τυφλού, τυφλὸς πούς, χείρ, σε Ευρ.· πρβλ. τυφλόπους. II. 1. λέγεται για πράγματα, σκοτεινός, ασαφής, άγνωστος, σε Αισχύλ., Σοφ.· τυφλαὶ σπιλάδες, τυφλοί, αόρατοι βράχοι, σε Ανθ. 2. λέγεται για κανάλια ή διόδους, κλεισμένος, χωρίς έξοδο, σε Πλούτ. III. επίρρ., τυφλῶς ἔχειν προς τι, είμαι τυφλός ως προς αυτό, σε Πλάτ.
τυφλό-στομος, -ον, αυτός που έχει «τυφλό» στόμιο, φραγμένο, λέγεται για ποταμούς, σε Στράβ.