LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "τυρβάζω"
- τυρβάζω, μέλ. τυρβάσω, ταράσσω, ανακινώ, Λατ. turbare, σε Αριστοφ. — Παθ., τυρβάζω περί τι, ασχολούμαι, φροντίζω, στον ίδ.