Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "τυραννικός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
τῠραννικός, , -όν (τύραννος1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε δεσποτικό άρχοντα, βασιλικός, σε Τραγ.· κύκλος τυραννικός, ο κύκλος ή το συνέδριο βασιλέων, σε Σοφ. 2. αυτός που αρμόζει σε τύραννο, δεσποτικός, βασιλικός, τυραννικὰ φρονεῖν, σε Αριστοφ.· τυραννικὴ ξυνωμοσία, συνωμοσία που γίνεται υπέρ των τυράννων, σε Θουκ.· τὰ τυραννικά, οι χρόνοι διακυβέρνησης της δεσποτικής εξουσίας, σε Αριστ.· επίρρ. τυραννικῶς, σε Πλάτ.· συγκρ. τυραννικώτερον, σε Αριστ.