Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "τυλίσσω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
τῠλίσσω, Αττ. τυλίττω, τυλίγω· κάμπτω, λυγίζω· Παθ. αόρ. ἐτυλίχθη, σε Θεόκρ.