Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "τυγχάνω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
τυγχάνω (√ΤΥΚ), Επικ. παρατ. τύγχανον, μέλ. τεύξομαι· αόρ. βʹ ἔτῠχον, Επικ. τύχον, Επικ. υποτ. τύχωμι, τύχῃσι· Επικ. επίσης αορ. ἐτύχησα· παρακ. τετύχηκα, μεταγεν. τέτευχα· γʹ ενικ. Ιων. υπερσ. ἐτετεύχεεΠαθ., αόρ. ἐτεύχθην· παρακ. τέτευγμαι.
Α. I.
χτυπώ, ιδίως χτυπώ στόχο με βέλος, σε Όμηρ. κ.λπ.· ο Όμηρ. ως επί το πλείστον το συντάσσει με αιτ., όταν το αντικείμενο του στόχου είναι έμψυχο, και με γεν. όταν είναι άψυχο· ομοίως, τυγχάνω τοῦ σκοποῦ, σε Ξεν.· ενίοτε προστίθεται και πρόθεση, κατὰκληῗδα, κατὰ ζωστῆρα τυχήσας (τινά), σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., ἤμβροτες οὐδ' ἔτυχες, στο ίδ.· η μτχ. τυχών συχνά συνάπτεται με το ρήμα βάλλειν, οὐτᾶν κ.λπ., στο ίδ. II. επιτυγχάνω, βρίσκω· 1. συναντώ κατά τύχη, συναντώ κάποιον, απόλ., σε Ομήρ. Οδ.· με γεν., σε Αισχύλ. κ.λπ.· μτχ. αορ. βʹ ὁ τυχών, ο πρώτος που συναντά κάποιος, ο οποιοσδήποτε, Λατ. quiris, σε Ησίοδ., Πλάτ. κ.λπ.· οἱ τυχόντες, αυτοί που συναντάμε κάθε μέρα, σε Ξεν.· ομοίως, τὸτυχόν, οιοδήποτε πράγμα, σε Πλάτ. 2. συναντώ, βρίσκω, χτυπώ, λαμβάνω, αποκτώ ένα πράγμα, και στους ιστορικούς χρόνους (όπως το κέκτημαι), κατέχω κάτι, έχω, με γεν., σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· μετά τον Όμηρ. επίσης, με αιτ. τυγχάνω μισθόν, σε Ηρόδ.· τὰ πρόσφορα, σε Αισχύλ. κ.λπ.· με προσθήκη γεν. προσ., λαμβάνω κάτι από κάποιον, τυγχάνω τί τινος, σε Σοφ.· τινὸς παρά τινος, σε Ομήρ. Οδ. 3. επίσης με αρνητική σημασία, βίης τυχεῖν, αντιμετωπίζομαι, υπομένω βία, σε Ηρόδ.· τυγχάνω κακῶν, σε Ευρ. 4. απόλ., επιτυγχάνω το στόχο, φθάνω στο σκοπό μου, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.· ομοίως, τυχόντες καλῶς, σε Αισχύλ. 5. έχω την τύχη ή τη μοίρα να..., ὅς κε τύχῃ, οποιοσδήποτε λάβει τον κλήρο (να πεθάνει), σε Ομήρ. Ιλ. Β. I. 1. αμτβ., συμβαίνει κατά τύχη να βρίσκομαι σε κάποιο τόπο, εἴπερ τύχῃσι μάλα σχεδόν, αν κατά τύχη συμβεί να είναι πολύ κοντά, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. 2. λέγεται για γεγονότα και πράγματα γενικά, συμβαίνω σε κάποιον, πέφτω στο μερίδιο κάποιου, στην τύχη κάποιου, με δοτ. προσ., στο ίδιο, σε Αττ.· επίσης, επιτυγχάνω, σε Ομήρ. Οδ. 3. απρόσ., ὅπως ἐτύγχανεν, όπως έτυχε, δηλ. χωρίς κανένα κανόνα, αόριστα, σε Ευρ.· ὡς ή ὥσπερ ἔτυχεν, σε Ξεν.· ὁπότε τύχοι, όποτε τύχει, ενίοτε, σε Πλάτ. II. 1. μαζί με μτχ., τὰ νοέων τυγχάνω, τα οποία έχω στο μυαλό μου ακριβώς τώρα, σε Ηρόδ.· n τυγχάνω μαθών, τα οποία έμαθα μόλις, σε Σοφ.· ἔτυχον στρατευόμενοι, έτυχε τότε να βρίσκονται σε εκστρατεία, σε Θουκ.· στη φράση τυγχάνω ὤν, απλώς = εἰμί, σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ. 2. η μτχ. συχνά παραλείπεται, ἔνδον γὰρ ἀρτὶ τυγχάνει (ενν. ὤν), σε Σοφ.· εἰ σὺ τυγχάνεις ἐπιστήμων, σε Πλάτ.· ενίοτε μάλιστα το τυγχάνειν χρησιμοποιείται ακριβώς όπως το εἶναι, τυγχάνειν ἐν ἐμπύροις, είμαι απασχολημένος με τα της θυσίας, σε Ευρ.· ὡςἕκαστοι ἐτύγχανον, ακριβώς όπως ήταν όλοι, σε Ξεν. 3. σε πολλές φράσεις μπορούμε εύκολα να εννοήσουμε τη μτχ. από τα συμφραζόμενα, ὅ τι ἂν τύχωσι, τοῦτο λέγουσι, λένε οτιδήποτε παρουσιασθεί σε αυτούς (δηλ. ὅτι iν τύχωσι λέγοντες), σε Πλάτ. III. 1. ουδ. μτχ. τυχόν, σε χρήση απολ. όπως το παρόν, αφότου έτυχε, σε Λουκ. 2. ως επίρρ., κατά τύχη, ίσως, σε Ξεν., Πλάτ.