LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "τρύχω"
- τρύχω[ῡ], μέλ. τρύξω (τρύω), φθείρω, καταστρέφω, καταπονώ, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.· πτωχὸν τρύξοντά ἑ αὐτόν, κανείς δεν ήθελε να προσκαλέσει πτωχό στο σπίτι του για να έχει το βάρος αυτού και την ενόχλησή του, σε Ομήρ. Οδ.· τρύχει ψυχάν, καταθλίβει, λυπεί την ψυχή, σε Σοφ.· τρύχω στρατείαις τὴν πόλιν, σε Ξεν. — Παθ., καταπονούμαι, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ. κ.λπ.· τρύχεσθαί τινος, κατατρύχεσθαι εξαιτίας κάποιου, σε Ευρ.

