Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "τρύζω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
τρύζω (√ΤΡΥΓ), Επικ. παρατ. τρύζεσκον· αόρ. ἔτρυξα· εν χρήσει κυρίως στον ενεστ. και τον παρατ.· κάνω ένα χαμηλό ήχο μουρμουρητού, ψιθυρίζω, λέγεται για τον τόνο της ὀλολυγόνος, σε Θεόκρ.· μεταφ. λέγεται για τους ανθρώπους, πολυλογώ, μουρμουρίζω, σε Ομήρ. Ιλ. (ηχομιμ. λέξη).