Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "τρόπος"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
τροπός, (τρέπω), ιμάντας από στριμμένο δέρμα, με το οποίο προσέδεναν το κουπί στο σκαλμό, σε Ομήρ. Οδ.
τρόπος, (τρέπωI. διεύθυνση, τρόπος, σε Ηρόδ. II. 1. τρόπος, συμπεριφορά, μέθοδος, τρόπῳ τοιῷδε, κατά τέτοιο τρόπο, σε Ηρόδ.· τίνι τρόπῳ; Λατ. quomodo? με ποιο τρόπο; σε Αισχύλ. κ.λπ.· ποίῳ τρόπῳ; στον ίδ.· ἑνί γε τῷ τρόπῳ, με τον ένα τρόπο ή τον άλλο, κατά κάποιο τρόπο, σε Αριστοφ.· παντὶ τρόπῳ, με κάθε τρόπο, σε Αισχύλ.· οὐδενὶ τρόπῳ, μηδενὶ τρόπῳ, με κανέναν τρόπο, καθόλου, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως στον πληθ., τρόποισι ποίοις; σε Σοφ.· ναυκλήρου τρόποις, στον ίδ. 2. απόλ. στην αιτ., τίνα τρόπον; πώς; σε Αριστοφ.· τρόπον τινά, κατά κάποιον τρόπο, σε Ευρ.· οὐδένα, μηδένα τρόπον, σε Ξεν.· πίτυος τρόπον, σύμφωνα με τον τρόπο ενός πεύκου, σε Ηρόδ.· στον πληθ., κεχώρισται τοὺς τρόπους, με τους τρόπους του, στον ίδ.· πάντας τρόπους, με όλους τους τρόπους, σε Πλάτ. 3. με προθ., γυναικὸς ἐν τρόποις, ἐν τρόποις Ἰξίονος, σε Αισχύλ.· ἐς ὄρνιθος τρόποις, σε Λουκ.· κατὰ πάντα τρόπον, σε Αριστοφ. κ.λπ.· κατὰ πάντας τρόπους, στον ίδ.· κατὰ τρόπον απόλ., αρμοδίως, προσηκόντως, Λατ. rite, σε Ισοκρ. III. λέγεται για πρόσωπα, τρόπος ζωής, συνήθεια, έθιμο, σε Πίνδ.· μῶνἡλιαστά; — Απαντ. μἀλλὰ θατέρου τρόπου, Είσαι Ηλιαστής; — Όχι, αλλά από το άλλο είδος, σε Αριστοφ.· ο χαρακτήρας του ανθρώπου, η διάθεσή του, τρόπου ἡσυχίου, ήσυχης διάθεσης, σε Ηρόδ.· οὐ τοὐμοῦ τρόπον, όχι της προτίμησής μου, σε Αριστοφ.· πρὸς τοῦ Κύρου τρόπου, σε Ξεν.· ομοίως στον πληθ., τρόποι, συνήθειες, σκληρὸς τοὺς τρόπους, σε Αριστοφ.· ὑπηρετεῖν τοῖς τρόποις τινός, στον ίδ. IV. στη Μουσική, τρόπος Λύδιος, σε Πίνδ.· ᾠδῆς τρόπος, σε Πλάτ. V. λέγεται στη συγγραφή ή ομιλία, τρόπος, ύφος, σε Ισοκρ.· αλλά στη Ρητορική, τρόποι έκφρασης και ρητορικά σχήματα, σε Κικ.