Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "τρωγλοδύτης"

Βρέθηκε 1 λήμμα
τρωγλο-δύτης[ῠ], -ου, (δύω), αυτός που διεισδύει σε τρώγλη· Τρωγλοδύται, οἱ, αυτοί που κατοικούν σε τρώγλες ή σπηλιές, κάποια Αιθιοπική φυλή, σε Ηρόδ.