LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "τρυφή"
- τρῠφή, ἡ (θρύπτω)· I. λεπτότητα, αβρότητα, απαλότητα, σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ.· στον πληθ., πολυτέλειες, ηδυπάθειες, Λατ. deliciae, σε Ευρ. II. φιληδονία, ασέλγεια, σε Πλάτ. III. υπερηφάνεια, έπαρση, θρασύτητα, δυστροπία, στον ίδ.
- τρῠφηλός, -ή, -όν, σπάνιος ποιητ. τύπος του τρυφερός, σε Ανθ.
- τρύφημα, -ατος, τό, πράγμα στο οποίο βρίσκει κανείς περηφάνεια, «καμάρι», σε Ευρ.