Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "τροχός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
τροχός, (τρέχω), οτιδήποτε τρέχει κυκλικά·
Α. I.
στρογγυλή πλάκα, σε Ομήρ. Οδ. II. 1. τροχός, ρόδα, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· τροχοὺς μιμεῖσθαι, να μιμείσαι τροχούς, λέγεται για κάποιον που λυγίζει το σώμα του προς τα πίσω έτσι ώστε να σχηματίζει τροχό, σε Ξεν. 2. τροχός κεραμοποιού, σε Ομήρ. Ιλ. 3. τροχός θεατρικής μηχανής, σε Αριστ. 4. τροχός βασανιστηρίου, ἐπὶ τοῦ τροχοῦ στρεβλοῦσθαι, στον ίδ. κ.λπ.· τῷ τροχῷ τινα προσδεῖν, σε Λουκ. III. τροχός που χρησίμευε στο παιχνίδι των παιδιών και αποτελούνταν από σιδερένιο ή χάλκινο στεφάνι με κρίκους, οι οποίοι κατά την περιστροφή του τροχού ηχούσαν (το Graecus trochus των Ρητ.). IV. τροχοὶ γῆς, θαλάσσης, κύκλοι ή ζώνες της ξηράς και της θάλασσας, σε Πλάτ. V. κρίκος στη στομίδα του χαλιναριού, σε Ξεν. Β. 1. τρόχος, , τρέξιμο, αγώνισμα δρόμου, μὴ πολλοὺς τρόχους ἁμιλλητῆρας ἡλίου, όχι πολλούς αγωνιστικούς δρόμους, τροχιές του ηλίου, δηλ. όχι πολλές ημέρες, σε Σοφ.· παῖδες ἐκ τρόχων πεπαυμένοι, σε Ευρ. 2. τόπος για τρέξιμο, στον ίδ.