Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "τροχίζω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
τροχίζω, μέλ. Αττ. τροχιῶ, (τροχός), στρέφω κάποιον γύρω από τον τροχό, βασανίζω, σε Αριστ.