Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "τροχήλατος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
τροχ-ήλᾰτος, -ον (ἐλαύνω1. αυτός που οδηγείται από τροχούς, που σύρεται από τροχούς, σε Αισχύλ., Σοφ. 2. αυτός που σύρεται από τροχούς ή βρίσκεται κοντά στους τροχούς, σε Ευρ. 3. μεταφ., αυτός που τρέχει γρήγορα σαν τροχός ή άμαξα, στον ίδ.· μανία τροχήλατος, περιστρεφόμενη μανία, στον ίδ.