Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "τρομερός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
τρομερός, , -όν (τρέμω), αυτός που τρέμει, σε Ευρ.· τρεμάμενος από φόβο, φοβισμένος, στον ίδ. II. φοβερός, αυτός που προκαλεί φόβο και τρόμο, στον ίδ.